μαλαχίτης

μαλαχίτης
Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει συσσωματώματα βοτρυώδη, σταλακτικά, ακτινωτά, ινώδη κ.ά. Έχει λαμπερό πράσινο χρώμα το οποίο μοιάζει με το χρώμα του φυτού μολόχα, από όπου πήρε και το όνομά του. Η λάμψη του μ. μεταβάλλεται ανάλογα με τη μορφή του. Έτσι οι κρύσταλλοί του έχουν αδαμάντινη λάμψη, οι ινώδεις ποικιλίες του έχουν μεταξώδη λάμψη και οι μεγάλες μάζες του είναι θαμπές. Παρουσιάζει σκληρότητα 3,4 – 4 στην κλίμακα Μος και πυκνότητα 3,9 – 4 gr/cm3. Ο μ. είναι προϊόν εξαλλοίωσης (οξείδωσης) της ανώτερης ζώνης των κοιτασμάτων του χαλκού (θειούχων μεταλλευμάτων). Τα σπουδαιότερα αποθέματα μ. βρίσκονται στην περιοχή των Ουραλίων (Ρωσία), της Χιλής, της Ζιμπάμπουε του Ζαΐρ και της Αυστραλίας. Στην Ελλάδα έχει βρεθεί στη Χαλκιδική, στο Λαύριο, στη Σέριφο, στην Ξάνθη, στην Επίδαυρο κ.α. Χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία και για διακοσμητικούς σκοπούς. Δείγμα μαλαχίτη. Το ορυκτό αυτό βρίσκεται άφθονο σε όλα τα φυσικά αποθέματα χαλκού, σαν προϊόν εξαλλοίωσης της επιφανειακής του ζώνης.
* * *
ο
δευτερεύουσας σημασίας μετάλλευμα και πολύ διαδεδομένο βασικό ορυκτό τού χαλκού με χαρακτηριστικό λαμπερό πράσινο χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… …   Dictionary of Greek

  • βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • ψευδομαλαχίτης — ο. Ν (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού χαλκού, αλλ. ταγιλίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudomalachite < pseudo (< ψευδ[ο] *) + μαλαχίτης, πιθ. < μολοχίτης* < μολόχη «μολόχα» + ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”